- δέχομαι
- (AM δέχομαιΑ και δέχνυμαι και δέκομαι)1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι»)3. ανέχομαι, υπομένω («δεν δέχεται πολλά αστεία», «κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι»)4. αποδέχομαι κάτι, συμφωνώ να παραλάβω ή να αναλάβω κάτι5. επιδοκιμάζω, παραδέχομαι κάτι ως ορθό («δέχτηκε τη γνώμη μου», «περὶ τοῡ δέξασθαι σφᾱς τὸν λόγον»)6. υποδέχομαι, φιλοξενώ («Τουρκόπουλο τή δέχεται, ολόχρυσα ντυμένο», «ὁ δεχόμενος ὑμᾱς, ἐμὲ δέχεται», ΚΔ«δέξεται ἐν μεγάροισι Πηλεύς»)7. επιτρέπω την είσοδο («τόν δέχτηκε στην αυλή του», «δεξάμενοι αυτόν τῇ πόλει»)8. (για τόπο) είμαι ευνοϊκός για την υγεία ή την εγκατάσταση κάποιου («το βουνό τόν δέχτηκε»«τόποι τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους, ἵλεῳ δεχόμενοι»)μσν.- νεοελλ.φρ. «καλώς τόν δέχτηκες», «με το καλό να τους δεχτείς», «καλώς δέχομαι» — ευχή για την ασφαλή άφιξη αγαπημένου προσώπουνεοελλ.1. γίνομαι απροσδόκητα αντικείμενο εχθρικής ενέργειας («δέχτηκε επίθεση», «δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι»)2. «δέχομαι μάχην» — αντιστέκομαι σε επίθεση που μού έγινε3. βρίσκομαι στη διάθεση όσων θέλουν να με επισκεφθούν («στο σπίτι τους δέχονται κάθε απόγευμα» «δέχεται Τρίτη και Πέμπτη»)4. «δέχομαι συναλλαγματική» — αναγνωρίζω κάποια οφειλή μου υπογράφοντας συναλλαγματική που εκδόθηκε στο όνομα μου από κάποιον τρίτο5. (φρ. σε επιστολές) «δεχθείτε, παρακαλώ, τις ευχαριστίες μου, τη διαβεβαίωση μου κ.τ.λ.»μσν.1. παθ. δέχομαιγίνομαι δεκτός2. (για τον θεό που δέχεται τους αμαρτωλούς) «ὁ πλάστης καὶ δημιουργὸς ἁπάντων τῶν κτισμάτων δέξαι μας ἐπιστρέφοντας, δέξαι μετανοοῡντας»3. φρ. «δέχομαι γραφάς» — παίρνω γράμμααρχ.1. ακούω προσεκτικά («εὔτακτοι παρὰ τοῑς ναυσὶ μένοντες τά τε παραγγελλόμενα ὀξέως δέχεσθε», Θουκ.)2. θεωρώ ως..., παίρνω για... («θαρσῶν δὲ μίμνε μηδἐ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα», Σοφ.)3. εννοώ κάπως, αντιλαμβάνομαι κατά κάποιον τρόπο («σύ δ' ἀναγνοὺς αὐτά, ὅπη βούλει δέξασθαι, ταύτη δέχου», Πλάτ.)4. αναλαμβάνω («δέχομαι δαπάνην», Πολύβ.)5. αναγνωρίζω ως συνεργάτη, σύμμαχο κ.τ.ό. («μήτε συμμάχους δέχεσθαι βίᾳ ἡμῶν», Θουκ.)6. περιποιούμαι, συντηρώ («τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν... δέξεται», Σοφ.)7. δέχομαι ως εχθρό, αποκρούω επίθεση κάποιου («τόνδε δ' ἐγὼν ἐπιόντα δεδέξομαι ὀξέι δουρί»)8. περιμένω, προσδοκώ, αναμένω («ἀεί τίνα φῶτα... ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι», Οδ.)9. κατέχω, απασχολώ κάποιον («τὶς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς];», Πίνδ.)10. λαμβάνω, παίρνω («τὴν τροφήν», Αριστοτ.)11. παραδέχομαι, ανέχομαι («ψεῡδος οὐδὲν δέχεται ἡ τῷ ἀριθμῷ φύσις», Φιλ.)12. (γεωμ.) περιέχω, περιγράφω13. διαδέχομαι κάποιον, έρχομαι μετά από κάποιον («ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῡ αἰεί», Ιλ.)14. (για αμαρτήματα) συγχωρώ («δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῡ θεοῡ τοῡ πατρός σου»)νεοελλ.(μτχ. ως επίθ.) δεχούμενος, -η, -ο1. αυτός που γίνεται δεκτός ή ανεκτός, ο ευπρόσδεκτος2. παροιμ. «και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα» — πρέπει κανένας να δέχεται ψύχραιμα δύσκολες περιστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέχομαι τής αττικής διαλέκτου (πιθ. αττικισμός) και δέκομαι τών άλλων διαλέκτων συνδέονται με λέξεις τής ΙΕ με αρχική σημασία «συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι» που ανάγονται σε ρίζα *dek-, τής οποίας η ετεροιωμένη βαθμίδα *dok- εμφανίζεται στο δοκώ*. Οι αντίστοιχοι τύποι τής Λατινικής είναι decet «αρμόζει, ταιριάζει», decus, dignus, doceō κ.λπ. Η αρχαία Ινδική εμφανίζει τ. dāsti, dāś-noti, dāsati «τιμώ, αναγνωρίζω, προσφέρω (θυσία)» (βλ. και δειδίσκομαι)Η σύνδεση με αρμ. tesamen, αορ. tesi «βλέπω», τοχ. A' tak «παίρνω, κρίνω», αρχ. σλαβ. desiti «παίρνω», αρχ. ιρλ. dech «το καλύτερο» είναι κάπως αμφίβολη. Δεν αποκλείεται εξάλλου η ετυμολ. σχέση τής λ. με το δεξιός*, που δηλώνει την ευνοϊκή, ορθή και αποδεκτή πλευρά. Η ετεροιωμένη βαθμίδα dok- τής ρίζας εμφανίζεται ως β' συνθετικό σ' έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συνθέτων με τη μορφή -δόκος (πρβλ. ακοντοδόκος, βουδόκος, θυοδόκος, μηλοδόκος, μυστοδόκος κ.ά.) καθώς και θηλ. -δόκη ή -δόχη (πρβλ. αχυροδόκη, δουροδόκη, ουροδόχη κ.ά.) ή -δοχή (πρβλ. αποδοχή, διαδοχή, εισδοχή, εκδοχή κ.ά.)ΠΑΡ. δέκτης, δεκτός, δεξαμενήαρχ.δέκτωρ, δέξιμος, δέξιςνεοελλ.δεξίμι, δέξιμο.ΣΥΝΘ. διαδέχομαι, αναδέχομαι, παραδέχομαι, καταδέχομαι, επιδέχομαι, προσεπιδέχομαι, εκδέχομαι, απεκδέχομαι, αποδέχομαι, συναποδέχομαι, υποδέχομαι, εισδέχομαι, προσδέχομαιαρχ.συνδιαδέχομαι, συναναδέχομαι, επιπαραδέχομαι, αντιπαραδέχομαι, προπαραδέχομαι, μεταδέχομαι, αντιδέχομαι, συνεκδέχομαι, προεκδέχομαι, υπεκδέχομαι, παρεκδέχομαι, προσεκδέχομαι, μετεκδέχομαι, προσενδέχομαι, συνδέχομαι, αναποδέχομαι, υπεραποδέχομαι, επεισδέχομαι, παρεισδέχομαι, προσεισδέχομαι, παραπροσδέχομαι, κατυδέχομαινεοελλ.κακοδέχομαι, καλοδέχομαι, προσαποδέχομαι, ανταποδέχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.